-
1 tediye
εξόφληση -
2 оплата
-
3 расчёт
расчёт м 1) (подсчёт) о υπολογισμός (тж. намерение ) 2) (уплата) о λογαριασμός, η εξόφληση; мы в \расчёте είμαστε πάτσι 3) (увольнение) η απόλυση; получить \расчёт απολύομαι ◇ принимать в \расчёт παίρνω υπόψη* * *м1) ( подсчёт) ο υπολογισμός (тж. намерение)2) ( уплата) ο λογαριασμός, η εξόφληση3) ( увольнение) η απόλυσηполучи́ть расчёт — απολύομαι
••принима́ть в расчёт — παίρνω υπόψη
-
4 расчет
расчетм \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη. -
5 взнос
1. (платёж) η εισφορά 2. (внесённые за что-л. деньги) η συνδρομή 3. (при уплате частями) η δόσηпервоначальный - η πρώτη πληρωμή/δόσηстраховой - τα ασφάλιστρα, членский - η συνδρομή του μέλουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взнос
-
6 выплата
η πληρωμή, η εξόφλησηзаявление ο - е страхового возмещения αίτηση για - ασφαλιστικής αποζημίωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выплата
-
7 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
8 ликвидация
1. (прекращение деятельности) η διάλυση 2. (отмена) η κατάργηση 3. (ο долгах) η εκκαθάριση, η εξόφληση (των λογαριασμών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидация
-
9 погашение
(прекращение действия чего-л.) η εξόφληση, η απόσβεση, η αποπληρωμήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > погашение
-
10 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
11 возврат
возвратм ἡ ἐπιστροφή, ὁ γυρισμός/ ἡ ἐξόφληση [-ις], τό ξεπλήρωμα (ссуды, денег):\возврат долга ἡ ἐπιστροφή (или ἡ ἀνταπόδοση) τοῦ χρέους. -
12 выплата
выплатаж ἡ πληρωμή, ἡ ἐξόφληση[-ις], τό ξεπλήρωμα. -
13 отдача
отдач||аж1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·5. мор.:\отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη. -
14 погашение
погаш||ениес ἡ ἀπόσβεση [-ις], ἡ ἐξόφληση [-ις] (долгов и т. п.):\погашениеение займа ἡ ἀπόσβεσις δανείου. -
15 уплата
упла||таж ἡ πληρωμή:в \уплатату долга σέ ἐπιστροφή τοῦ χρέους, γιά ἐξόφληση τοῦ χρέους. -
16 payment
1) (money etc paid: The TV can be paid for in ten weekly payments.) πληρωμή2) (the act of paying: He gave me a book in payment for my kindness.) εξόφληση/ανταπόδοση -
17 repayment
noun εξόφληση: ανταπόδοση -
18 выплата
-ы θ.πληρωμή, εξόφληση, ξεπλέρωμα.(απλ.) πληρωμή με δόσεις•я купил пальто на -у αγόρασα πανωφόρι με δόσεις.
-
19 доплата
-ы θ.συμπληρωματική πληρωμή• αποπληρωμή, ξεπλέρωμα, εξόφληση. -
20 расплата
-ы θ.1. ξεπλέρωμα, εξόφληση.2. μτφ. τιμωρία, ποινή• αντίποινα• εκδίκηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξόφληση — η (Μ ἐξόφλησις) 1. πληρωμή, απόσβεση χρέους 2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως 3. (για φυλακισμένο) απόλυση … Dictionary of Greek
εξόφληση — η 1. η πληρωμή χρέους, απόσβεση χρέους, το ξόφλημα. 2. μτφ., εκπλήρωση υποχρέωσης που γίνεται με ανταπόδοση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοφλητικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται για εξόφληση, συντάσσεται κατά την εξόφληση («εξοφλητική απόδειξη») 2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητικό(ν) έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται η εξόφληση χρέους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… … Dictionary of Greek
εξοφλητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξόφληση (βλ. λ.), που γίνεται για εξόφληση: Εξοφλητική απόδειξη. 2. το ουδ. ως ουσ., εξοφλητικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση … Dictionary of Greek
αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… … Dictionary of Greek
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
βγάλσιμο — και βγάρσιμο, το 1. εξαγωγή («βγάλσιμο δοντιού») 2. άντληση («βγάλσιμο νερού») 3. εξόρυξη («βγάλσιμο ματιού») 4. αποβολή, αφαίρεση («βγάλσιμο των ρούχων) 5. εξάρθρωση («βγάλσιμο χεριού») 6. ανατολή («στο βγάλσιμο του ήλιου») 7. εξόφληση («το… … Dictionary of Greek